- χυμευτός
- η, ό[ν]1) смешанный; 2) образующий сплав
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χυμευτός — ή, όν, Μ ποικιλμένος με τη μέθοδο τής εγκαυστικής («ἔργον ποικίλον χυμευτὸν μὲ τὸ μαργαριτάριν», Διγεν. Ακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χυμεία, μέσω αμάρτυρου *χυμεύω (βλ. και λ. χημεία)] … Dictionary of Greek